Αγωνίστηκε στην Ραπίντ Βιέννης με την οποία κέρδισε πέντε πρωταθλήματα (1946,48,51,52,54) και ένα κύπελλο (1946) και το 1954 πήγε για δύο χρόνια στην Ρασίγκ Παρί. Έπαιξε 51 φορές στην εθνική ομάδα (περίοδος 1948-58) και σημείωσε πέντε γκολ. Με την Αυστρία κέρδισε την 3η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1954, ενώ πήρε μέρος και στη διοργάνωση του 1958. Στη συνέχεια έγινε προπονητής. Σ’ όλες τις ομάδες που εργάστηκε έπαιρνε τίτλους. Στη Ραπίντ Βιέννης (1959-61) κέρδισε το Πρωτάθλημα (1960) και το Κύπελλο (1961). Στην Ολλανδική Ντε Χάαγκ (1962-68) κέρδισε το Κύπελλο (1968), με τη Φέγενορντ κέρδισε το Κύπελλο Πρωταθλητριών (1970) και το νταμπλ (1969). Ακολούθησαν οι Σεβίγια (1973-75), η Μπριζ (1975-78) με την οποία έφθασε στους τελικούς του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (1976) και Πρωταθλητριών (1978) τους οποίους έχασε από τη Λίβερπουλ, ενώ κέρδισε τρία πρωταθλήματα (1976,77,78) και το Κύπελλο (1977). Με την εθνική Ολλανδία (1978) έφθασε μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, αλλά έχασε από την διοργανώτρια Αργεντινή. Ακολούθησαν η Σνταντάρ Λιέγης (1979-81) όπου κέρδισε το Κύπελλο (1981), το Αμβούργο (1981-87) με το οποίο κέρδισε το Κύπελλο Πρωταθλητριών (1983), ενώ ήταν φιναλίστ του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ (1982) και κατέκτησε τα πρωταθλήματα του 1982,83 και το Κύπελλο του 1987. Με την Τιρόλ Ινσμπουργκ (1988-90) κέρδισε το Πρωτάθλημα (1989,90) και το Κύπελλο (1989). Τελευταία του ομάδα ήταν η εθνική Ολλανδίας (1991-92). Υπέφερε από καρκίνο και πέθανε στις 14 Νοεμβρίου 1992 σε ηλικία 68 χρόνων.
1976: Γεννιέται στην Αθήνα ο μπασκετμπολίστας Μιχάλης Κακιούζης. Πρωτόπαιξε μπάσκετ στον Ιωνικό Νέας Φιλαδέλφειας για να ακολουθήσουν ΑΕΚ, Σιένα, Μπαρτσελόνα, Εφ Ες Πίλσεν και από το καλοκαίρι Άρης. Έχει κερδίσει το πρωτάθλημα Ελλάδος (2002), το κύπελλο Ελλάδος (2000,01), το Σαπόρτα (2000), το πρωτάθλημα Ιταλίας (2004), το σούπερ καπ Ιταλίας (2004) και το πρωτάθλημα Τουρκίας (2009). Είναι αρχηγός της εθνικής. Μαζί της έχει κερδίσει το Ευρωμπάσκετ (2005) και το αργυρό στο Μουντομπάσκετ (2006)